ποῖος

ποῖος
ποῖος, α, ον (Hom.+) interrog. pron., in direct and indir. interrog. sentences.
interrogative ref. to class or kind, of what kind?
used w. a noun (B-D-F §298, 2; cp. Rob. 740)
α. beside τίς (Hdt. 7, 21, 1; Herodas 6, 74f; Maximus Tyr. 33, 5a τίνα καὶ ποῖον τύραννον; PTebt 25, 18 [117 B.C.]; BGU 619, 8) εἰς τίνα ἢ ποῖον καιρόν to what time or what kind of time 1 Pt 1:11 (cp. UPZ 65, 52 [154 B.C.] ἀπὸ ποίου χρόνου=since what time). ποῖον οἶκον … ἢ τίς τόπος … ; Ac 7:49; B 16:2 (both Is 66:1; s. ed. JZiegler). τίς μοι ἐγέννησεν; ποία δὲ μήτρα ἐξέφυσέν με; who begot me, and what kind of womb delivered me? GJs 3:1.
β. in a direct question (3 Km 22:24) διὰ ποίου νόμου; by what kind of law? Ro 3:27. ποίῳ σώματι; with what kind of body? 1 Cor 15:35. ποίῳ προσώπῳ; with what kind of look or expression? GJs 13:1. ποῖον κλέος; ironically what kind of credit? 1 Pt 2:20; sim. ποία ὑμῖν χάρις ἐστίν; Lk 6:32, 33, 34; cp. D 1:3.—1 Cl 28:2; 2 Cl 1:5; 6:9; Hv 1, 2, 1; m 12, 1, 3a; Hs 6, 5, 5; 9, 13, 3.—For Js 4:14 see γ.
γ. in an indir. quest. (Archimed. II 416, 6 Heib. ποῖαι γωνίαι) ποίῳ θανάτῳ (by) what sort of death J 12:33; 18:32; 21:19 (cp. Just., D. 104, 1 διὰ ποίου θανάτου).—Lk 9:55 v.l.; Js 4:14 (this may be taken as a direct quest.; s. Windisch ad loc.); 1 Cl 38:3a; Hm 4, 2, 3; 12, 1, 3b.
without a noun ποῖοι καὶ τίνες 1 Cl 38:3b. In the predicate οἱ καρποὶ φανεροῦνται ποῖοί τινές εἰσιν Hs 4:3.
(=τίς) which, what?
w. a noun
α. in a dir. question (Theopomp. [IV B.C.]: 115 Fgm. 263a Jac.; 2 Km 15:2; 3 Km 13:12; Jon 1:8; Jos., Ant. 15, 137) ποία ἐντολή; which commandment? Mt 22:36; cp. Mk 12:28; J 10:32. ποίῳ τρόπῳ; in what way? Hv 1, 1, 7; cp. m 12, 3, 1. εἰς ποῖον τόπον v 3, 1, 3.
β. in an indir. quest. (Aeschin., In Ctesiph. 24; Tob 5:9) Mt 24:42f; Lk 12:39; Rv 3:3. ἐκ ποίας ἐπαρχίας ἐστίν Ac 23:34.—Hv 4, 3, 7; m 12, 3.
γ. In some cases π. takes the place of the gen. of the interrog. τίς (in dir. as well as indir. questions. Cp. Chariton 4, 4, 3 Blake ποίᾳ δυνάμει πεποιθώς;) ἐν ποίᾳ δυνάμει ἢ ἐν ποίῳ ὀνόματι; by whose power or by whose name? Ac 4:7. ἐν ποίᾳ ἐξουσίᾳ(;) Mt 21:23, 24, 27; Mk 11:28, 29, 33; Lk 20:2, 8.
without a noun
α. which can, though, be supplied fr. the context (Jos., C. Ap. 1, 254 ποίους;): ποίας; (i.e. ἐντολάς) Mt 19:18. ποῖα (i.e. γενόμενα) Lk 24:19. ποίαν; (i.e. ἀντιμισθίαν) 2 Cl 9:8. ποίους (i.e. ἀνθρώπους) βαστάζει Hs 9, 14, 6. In the predicate: τὰ ξηρὰ (i.e. δένδρα) ποῖά ἐστιν 3:3.
β. gen. of place, w. ellipsis (B-D-F §186, 1; Mlt. 73) ποίας (i.e. ὁδοῦ) by what way Lk 5:19.—DELG s.v. πο-. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ποιός — of a certain nature masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖος — of what kind? masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… …   Dictionary of Greek

  • ποιος — ποια, ποιο / ποῑος, ποία, ποῑον, ΝΜΑ και ιων. τ. κοῖος, η, ον, Α (ερωτ. αντων.) χρησιμοποιείται στις ερωτηματικές προτάσεις προκειμένου από την απάντηση να δηλωθεί: 1. η ταυτότητα προσώπου, τόπου ή πράγματος (α. «ποιος ρώτησε;, Εγώ» β. «ποιος… …   Dictionary of Greek

  • ποιός — ά, όν, ΝΜΑ (αόρ. αντων.) το ουδ. ως ουσ. το ποιόν βλ. ποιόν μσν. αρχ. αυτός που έχει μια ποιότητα, κάποια εσωτερικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα τα οποία συγκροτούν την ιδιαίτερη φύση του αρχ. (πάντοτε με την αντων. τις) 1. κάποιος, λίγος, λιγοστός …   Dictionary of Greek

  • ποιός — ή, ό γεν. ποιου και ποιανού, ποιας και ποιανής, ερωτ. αντων.: Ποιος ήρθε; – Ποιανού είναι το καπέλο; …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποιά — ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc pl ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc/acc dual ποιά̱ , ποιός of a certain nature fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιόν — ποιός of a certain nature masc acc sg ποιός of a certain nature neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποῖον — ποῖος of what kind? masc acc sg ποῖος of what kind? neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιαῖς — ποιός of a certain nature fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιαί — ποιός of a certain nature fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”